Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

H ENNOIA TOY ΠΑΘΟΥΣ ΣΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ ΤΟΥ MONTAIGNE

                                   H ENNOIA TOY ΠΑΘΟΥΣ ΣΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ ΤΟΥ MONTAIGNE
                                                           Σοφία Μωραΐτη, Δρ Φιλοσοφίας

Πριν ξεκινήσω την εισήγησή μου για την Έννοια του πάθους στο έργο του Μ. θα ήθελα να αναφερθώ σύντομα στην εποχή του και στην προσωπικότητά του.
            «Γεννήθηκα μεταξύ έντεκα και δώδεκα το μεσημέρι, την τελευταία μέρα του Φεβρουαρίου του 1533» γράφει ο Μ.
16ος αι. ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ: Κοινωνική πυραμίδα :
·         Κορυφή: ευγενείς
·         Μέση: κάτοικοι πόλεων –  οικονομικοί  παράγοντες  και  πνεύματα ανήσυχα
·         Τρίτη τάξη: λαός
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ: Τα κοινωνικά στρώματα ισορροπούν και αυτή η ισορροπία επιβάλλει κοινά αρχέτυπα με ρίζες στην Αρχαιότητα, έξω από τον Αριστοτέλη του σχολαστικισμού και κοντά στον ιδεαλιστή Πλάτωνα.
Παγανισμός και χριστιανισμός συζούν και συγχέονται. Η Εκκλησία είναι ανίσχυρη ώστε έχει ανάγκη τα συγχωροχάρτια και την πυρά.
Η Μοναρχία δεν είναι τόσο ισχυρή : μηχανορραφίες της αριστοκρατίας και απαιτήσεις του λαού. Η Εκκλησία προτιμά τη μόρφωση των κατοίκων των πόλεων στα πανεπιστήμια.
ΠΟΛΕΜΟΙ : Ανταγωνισμός Γαλλίας και Ισπανο-Γερμανικής αυτοκρατορίας : πόλεμοι της Ιταλίας (1498-1559) – βλέψεις Γαλλίας επί των ιταλικών κρατιδίων και προσωπική διαμάχη μεταξύ του βασιλιά της Γαλλίας Φραγκίσκου Α΄ και του αυτοκράτορα της Ισπανο-Γερμανίας Κάρολου Κουίντου (1500-1558).
Θρησκευτικοί πόλεμοι (1562-1598) που δεν ήταν άλλοι από ταξικοί με εκπροσώπους 3 Ερρίκους : τον Ερρίκο Γ΄ βασιλιά της χώρας, τον Ερρίκο ντε Γκιζ, αριστοκράτη αρχηγό των φανατικών καθολικών και τον Ερρίκο της Ναβάρρας, λαϊκιστή ηγέτη των προτεσταντών, ο οποίος τελικά ως νικητής ασπάστηκε τον καθολικισμό και ανέβηκε στον γαλλικό θρόνο ως Ερρίκος Δ΄ ή Ερρίκος ο Μέγας.
Γιατί αναφέρω όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα ;
            Γιατί ο Μ. τα έζησε και συμμετείχε σε αυτά. Συγκεκριμένα : Γόνος πλούσιας οικογένειας – ο παππούς του ήταν έμπορος, ο πατέρας του πλούσιος γαιοκτήμονας, ορίσθηκε δήμαρχος του Μπορντώ – έλαβε πολλή καλή μόρφωση στο Βασιλικό Κολλέγιο που ίδρυσε ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α΄ το 1530. Μιλούσε τη λατινική γλώσσα, ως μητρική, γιατί το γλωσσικό ζήτημα ως εθνικό θα λυθεί στη Γαλλία τον 17ο αιώνα, ήξερε αρχαία ελληνικά και εβραϊκά και έκανε νομικές σπουδές στην Τουλούζη και στο Παρίσι. Ήταν μέλος του Κοινοβουλίου του Μπορντώ από το 1554-1570, μετείχε ενεργά στις συνεδριάσεις και σε ειδικές αποστολές. Το Κοινοβούλιο του Μπορντώ ήταν ένα από τα 8 επαρχιακά κοινοβούλια που αποτελούσαν το Κοινοβούλιο της χώρας, και έκρινε μεταξύ άλλων, φόρους, δασμούς και οφειλές. Τα μέλη του ήταν νέοι και παλιοί αριστοκράτες που αγόραζαν τη θέση τους σε αυτό, άνθρωποι φανατικοί, μισαλλόδοξοι, γεμάτοι άγνοια, με θρησκευτική εξαλλοσύνη που έφτιαχναν τα πράγματα στα μέτρα τους. Ο Μ. θα γράψει : «Πόσες καταδίκες δεν είδα, πιο εγκληματικές από το έγκλημα». Μόνη εξαίρεση η γνωριμία και η πολύ στενή φιλία του με τον Etienne de la Boétie (1530-1563), μέλος του Κοινοβουλίου του Μπορντώ, υπόδειγμα δημόσιου λειτουργού και κριτή, οπαδού της στωικής φιλοσοφίας, ποιητή και συγγραφέα. Το 1570 ο Μ., πούλησε τη θέση του στο Κοινοβούλιο και αποφάσισε να ζήσει μόνιμα στον πύργο του διαρρυθμίζοντας σε μία γωνιά του τη βιβλιοθήκη του με χίλιους τόμους βιβλία.
Εκεί αποφασίζει να γράψει. Ποιο είδος από αυτά που ευδοκιμούν τον 16ο αι. ; Ιστορία με διάνθισμα γεγονότων παλαιότερων ή σύγχρονών του, από τα οποία να υπάρχει ηθικό δίδαγμα, όπως τα έργα ηθικής των ουμανιστών της προηγούμενης γενιάς του Μ. που ήταν μιμήσεις κυρίως του Σενέκα ή παρουσίαση και ανάλυση ηθικών προβλημάτων με προτάσεις λύσεων; Όπως γράφει ο ίδιος, δεν θεωρούσε τον εαυτό του ικανό για πολυσέλιδες πραγματείες, δεν ήθελε να πάρει θέση και να γράψει Ιστορία, δεν είχε την υπομονή να συστηματοποιήσει τις σκέψεις του. Ήθελε μόνο να παρουσιάζει τις σκέψεις των αγαπημένων του συγγραφέων - Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Σενέκα, Πλούταρχου, Κικέρωνα και τόσων άλλων - πηγαίνοντας από τη μία σκέψη στην άλλη χωρίς πρόγραμμα και χωρίς απόδειξη της αλήθειας. Επέλεξε την ελεύθερη έκφραση, χωρίς συγκεκριμένη επιλογή θέματος και ανάλογα με τη διάθεσή του. Την προσπάθειά του την ονόμασε «δοκίμια» και οι ειδικοί του έχουν αποδώσει την πατρότητα του είδους. Έτσι αρχίζει το 1572, τη σύνθεση των Δοκιμίων του, του «μοναδικού στο είδος του βιβλίου» που παρουσιάζει στον αναγνώστη όχι απλά έναν άνδρα που περιγράφει τον εαυτό του, αλλά την εξέλιξη μιας ζωής. Το 1580 δημοσιεύει την πρώτη έκδοση των δίτομων Δοκιμίων του και φεύγει με αφορμή τη λιθίαση από την οποία υπέφερε, για τις ιαματικές πηγές των φημισμένων λουτροπόλεων του καιρού του. Το Ημερολόγιο του ταξιδιού στην Ιταλία δημοσιεύεται το 1774.    
            Η μελέτη του συγγραφέα εστιάζει στη βασική ερώτηση : «τι είναι ο άνθρωπος ;» ή πιο συγκεκριμένα «ποιος είμαι εγώ, ο Michel Eyquem de Montaigne ;» Για να περιγράψει τον άνθρωπο, ο Montaigne παρουσιάζει τόσο τις δύσκολες καταστάσεις της ζωής του όσο και τις ευτυχισμένες στιγμές του. Γράφει απλά, με ειλικρίνεια, αφέλεια, εξυπνάδα. Αναζητεί την πραγματικότητα της ανθρώπινης κατάστασης μέσα από την παρατήρηση της καθημερινότητας τόσο της δικής του όσο και των άλλων. Ακόμη και τα πιο ασήμαντα γεγονότα είναι άξια περιγραφής για εκείνον που παρουσιάζει τη γυμνή και σκληρή πραγματικότητα εξετάζοντάς την μέσα από τον πλούτο του εσωτερικού κόσμου του. Φυσικά ένα τέτοιο έργο δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Για τους μεν ήταν οι στοχασμοί ενός σοφού και φιλελεύθερου άρχοντα, για τους δε ένα έργο αιρετικό. Η θεματική του ορίσθηκε σαφέστατα από τον Στέφαν Τζβάϊχ : «αυτός που στοχάζεται ελεύθερα για τον εαυτό του τιμά την ελευθερία σε όλη τη γη».
                Ενώ η ηθική του Μεσαίωνα στηριζόταν στην αυθεντία του θείου λόγου, ο 16ος  ανακαλύπτει ξανά τους φιλοσόφους της αρχαιότητας και οι ουμανιστές στηρίζουν την ηθική στην ιδέα της ατομικής συνείδησης που αναδιπλώνεται στις υποχρεώσεις που της επιβάλλουν η ασταθής και ανθρώπινη λογική και προσπαθούν να συνταιριάξουν την κληρονομιά της αρχαιότητας με τη χριστιανική σκέψη. Το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, οι ιδέες του Εράσμου επιβάλλονται. Καθολικοί και διαμαρτυρόμενοι αποφάσισαν να επωφεληθούν την αρχαία ηθική, άδολη και κατευναστική για όλους, και να την εντάξουν στην ηθική της Βίβλου. Αρχαία ρητά, ανέκδοτα, στοχασμοί αποτελούν ενδείξεις σοφίας. Ο Μontaigne ξεκινά τη σύνταξη τωνΔοκιμίων ακριβώς τη στιγμή που η σκέψη των αρχαίων κερδίζει έδαφος. Δεν πρόκειται για εκλαϊκευμένη λογοτεχνία του 16ουαιώνα, αλλά για μια ενδοσκόπηση και προσωπική κριτική. Επιβεβαιώνοντας την υποκειμενικότητα του έργου του παρέδωσε στην ανθρωπότητα ένα αυθεντικό έργο και όχι μια απλή σύνοψη. Έτσι τα Δοκίμια γίνονται το πιο προσωπικό βιβλίο που είχε γραφεί έως τότε : «Δεν έχω γράψει εγώ το βιβλίο μου, αλλά το βιβλίο μου δημιούργησε εμένα, βιβλίο ομοούσιο του συγγραφέα του, με καθαρή υπόθεση, μέλος της ζωής μου, όχι με υπόθεση και τέλος κάποιου ξένου όπως σε άλλα βιβλία»[1]Έχοντας συνειδητοποιήσει τις δυσκολίες αυτής της ενδοσκόπησης γνωρίζει ότι η αναζήτηση του Εγώ είναι μια μάχη της κάθε στιγμής. Άρα το διακύβευμα δεν είναι άλλο από την αναγνώριση της αυθεντικής ατομικότητάς μας.
                Η θέση αυτή του συγγραφέα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις θέσεις της χριστιανικής πίστης ότι κάθε αναφορά στο «εγώ» ήταν ένδειξη ματαιοδοξίας και απείχε πολύ από τις θέσεις της θεολογίας του 16ου αιώνα που δεχόταν ότι η χρήση του πρώτου προσώπου ήταν αποδεκτή μόνον όταν δήλωνε μετάνοια. Το εμπόδιο αυτό ξεπέρασε ο Montaigne με την ειλικρίνεια και την ακρίβεια με τις οποίες παρουσίασε τον εαυτό του. Στοχάζεται χωρίς να οικοδομεί σύστημα ή δόγμα, θέτει θέματα προς εξέταση και δημιουργεί ένα σύνολο μεγάλο, πολυεπίπεδο, μετρημένο, απροσδόκητο. Δεν είναι δέσμιος της λογικής, ούτε της κατ’ ανάγκη αλήθειας. Δεν έχει τίποτα δεδομένο, αλλά και τίποτα τελεσίδικο. Η σκέψη του είναι ανοικτή και επιλέγει προκειμένου να εξυπηρετήσει την αυτογνωσία και την αναζήτηση της αρετής. Ο άνθρωπος κατά τον Μ. δεν είναι ο άρχοντας του κόσμου, αλλά μέρος του. Είναι ο άνθρωπος του 16ου αι. αλλά και του 21ου και ο Μ. ο συγγραφέας που έγραψε για τον καθένα μας.
            Ο Michel de Montaigne πέθανε στον πύργο του κατά τη διάρκεια μιας λειτουργίας  στο ιδιωτικό του παρεκκλήσι το 1592.
 [1] Essais, liv.2, chap. XVIII, Paris, Gallimard, 1965
            Όταν ο Αμερικανός συγγραφέας Έμερσον επισκέφθηκε το Παρίσι στο 1833 και βρέθηκε στο νεκροταφείο του PèreLachaise, γράφει ότι είδε στον τάφο του κοινού θνητού Auguste Collignon την ταφόπετρα που έγραφε : «Auguste Collignon, 1768-1830, έζησε για να κάνει το καλό και μορφώθηκε στην αρετή με τα Δοκίμια του Montaigne».
            «Το πάθος μας κατευθύνει περισσότερο από τη λογική» έγραψε στο 2ο βιβλίο του ο Μ.  Ελπίδα, ευχαρίστηση, επιθυμία, υπερηφάνεια, φιλοδοξία, δόξα, θυμός, εκδίκηση, φόβος, θλίψη ο Μ. παρατηρεί, περιγράφει και προσπαθεί να κατανοήσει «τον άπειρο αριθμό των παθών τα οποία κυριεύουν τον άνθρωπο».[1] Είναι πολλά αποτελούν έναν ουσιαστικό μηχανισμό, ένα continuum της ανθρώπινης ζωής και ποικίλλουν ανάλογα με την έντασή τους. Η μελέτη «των παθών της ψυχής» όπως τα ονομάζει, στηρίζεται σε μια ανάλυση που απομονώνει το συναισθηματικό στοιχείο των κρίσεων, της φαντασίας, των αναμνήσεων και οδηγεί στην ηθική φιλοσοφία των Δοκιμίων  που δεν είναι άλλη από την κατανόηση των παθών, «αυτόν τον άπειρο αριθμό των παθών», όπως γράφει.
Ο Montaigne πιστεύει ότι ο άνθρωπος είναι ένα «κράμα» πνεύματος και σώματος και ότι τα δύο μέρη κινούνται αδιάκοπα με διαφορετικούς τρόπους το καθένα, για τη δημιουργία διαφορετικών συναισθηματικών καταστάσεων. Το ανθρώπινο σώμα, όσο περίπλοκο κι αν είναι στη σύνθεσή του, αφενός μεν υπόκειται σε διαρκείς μεταβολές, οι οποίες μεταφέρονται απαραίτητα στην ψυχή με την οποία είναι ενωμένο και αφετέρου δέχεται μια σειρά από σταθερές ή παροδικές συγκινησιακές ροπές, οι οποίες κατευθύνουν ή προσδιορίζουν τις ατομικές αντιδράσεις και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Οι αισθήσεις είναι ικανές να δημιουργήσουν «βίαιες εντυπώσεις που μας κλονίζουν και μας αλλάζουν».[2] Οι εντυπώσεις αυτές μπορούν να εμποδίσουν την καλή λειτουργία της λογικής και των διαφόρων ψυχικών ικανοτήτων. Τότε η λογική αναγνωρίζει ότι είναι ανίσχυρη και έχει όρια, αφού τα πάθη δημιουργούνται «εναντίον κάθε λογικής»[3]. Ο άνθρωπος μέχρι την ηλικία των 14 ετών ενεργεί σύμφωνα με το ένστικτο και χωρίς λογική : «δεν υπάρχει πάθος, γιατί δεν υπάρχει η λογική που είναι αλληλέγγυα». Η εμφάνιση της λογικής στον άνθρωπο «μεταμορφώνει τη φύση του» και τότε ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι η αρετή είναι το ύψιστο αγαθό, δηλαδή η ζωή και κατά συνέπεια ό,τι πριν θεωρούσε ευεργετικό – ζωή, ευχαρίστηση, πλούτη, υγεία κλπ – και βλαβερό –θάνατος, πόνος, φτώχεια, αρρώστια κλπ – τώρα θεωρείται αδιάφορο.
Η αγένεια, η αμάθεια, η απλοϊκότητα εύκολα συνοδεύουν την αθωότητα. Η περιέργεια, η δολιότητα, η γνώση σέρνουν την πονηριά πίσω τους. Η ταπεινότητα, ο φόβος, η υπακοή, η ευφροσύνη που είναι τα κύρια στοιχεία για τη διατήρηση της ανθρώπινης κοινωνίας, απαιτούν ψυχή ανοιχτή, πειθήνια και με ελάχιστη οίηση. Οι Χριστιανοί έχουν ιδιαίτερη γνώση πόσο η περιέργεια είναι φυσικό και προπατορικό κακό του ανθρώπου. Η φροντίδα απόκτησης σοφίας και γνώσης υπήρξε η πρώτη καταστροφή του ανθρώπινου γένους. Η περηφάνια είναι συνώνυμο της διαφθοράς.
Ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα στο έλεος πολλών και διαφορετικών παθών. Ο Montaigne περιγράφει την προσωπική του εμπειρία με το πάθος της αγάπης, το οποίο ορίζει ως «τη δύναμη αυτής της μεταβολής που επηρεάζει την κρίση μας»[4] . Η φυσιολογική αιτιολογία καθιστά την κρίση αδύναμη και αντίθετη στο να υποστεί την κυριαρχία του σώματος. Γράφει ο Μ. : «δεν απέχουμε πολύ από την ασθένεια. Ο πυρετός έχει τη θετική και την αρνητική του πλευρά. Ένα έντονο πάθος μας οδηγεί στην ατολμία»[5] Από τους Στωικούς ο Χρύσιππος, είχε μιλήσει για την αναλογία μεταξύ της εμπύρετης κατάστασης του σώματος και των παθών που θεωρούνται ασθένειες της ψυχής (πάθη). Για τους Στωικούς υπάρχει αναλογία που λειτουργεί μεταξύ των ασθενειών του σώματος και αυτών της ψυχής, τα πάθη δεν γεννούνται από το σώμα, αλλά από την ευθυκρισία και για τον λόγο αυτό μπορούν να γιατρευτούν ή να σβήσουν τουλάχιστον στην ψυχή του συνετού ανθρώπου.
Αντίθετος  με τη θέση των Στωικών που κατακρίνουν τα πάθη, ο Μ. θεωρεί τα πάθη ως μια φυσική κατάσταση αποδίδοντάς τους μια ζωτική και ουσιαστική λειτουργία της ανθρώπινης ύπαρξης, και χρησιμοποιεί την αναλογία ασθένεια / πάθος κατά διαφορετικό τρόπο : το έντονο και το χλιαρό πάθος γεννούνται στο σώμα και αλλοιώνουν την κρίση «παρά την αντίδρασή της». Το γεγονός ότι ένα έντονο πάθος σβήνει δε σημαίνει ότι οδηγεί στην απάθεια, αλλά σε μιαν άλλη φυσική κατάσταση αυτή του χλιαρού πάθους, το οποίο με τη σειρά του θα οδηγήσει σε νέα έντονα πάθη. Όμως, ο άνθρωπος είναι έρμαιο και ενός άλλου τύπου παθών, αυτών της ψυχής. Μεταξύ των παθών αυτών πρώτα θεωρεί ο Μ. αυτά της δόξας, της φιλοδοξίας, της πλεονεξίας και της ακολασίας. Τα πάθη αυτά δεν γνωρίζουν «ούτε ικανοποίηση, ούτε τέλος», έχουν άμεση σχέση με την έντονη επιθυμία του ανθρώπου για την ύλη και είναι σύμφωνα με τον Κικέρωνα «άσβεστα». Αιτία της γένεσης όλων γενικά των παθών είναι ότι χρησιμοποιείται χωρίς σύνεση και μέτρο η λογική του ανθρώπου. Πρόκειται για λανθασμένη σκέψη, η οποία μεταφράζεται σε καταδικαστέα συμπεριφορά και ηθικό παράπτωμα. Το παράδειγμα που αναφέρει ο Σενέκας για τη συμπεριφορά αυτών που ασχολούνται με το μέλλον και φοβούνται μήπως χάσουν αυτό που τώρα τους ικανοποιεί και δεν το διατηρήσουν μέχρι τον θάνατό τους βρίσκει σύμφωνο τον Μ. που αναφέρει ότι ο άνθρωπος είναι άπληστος για πράγματα βλαβερά και ανίκανα να τον ευχαριστήσουν. Χωρίς επιθυμίες δεν υπάρχει ο φόβος και η ελπίδα που κάνουν τον άνθρωπο ανήσυχο και τον στρέφουν προς το μέλλον.
Ο φόβος, η επιθυμία και η ελπίδα είναι τρία «πρωταρχικά»[6] πάθη που συντελούν στην ανάγκη διατήρησης και διεύρυνσης της ανθρώπινης φύσης.[7] Η σύνεση και η λογική συντελούν στην εναρμόνιση σώματος και ψυχής. Η ελπίδα και η επιθυμία μαζί με τη φαντασία εξασφαλίζουν στον θνητό την αιωνιότητα. Ο Μ. εξομολογείται ότι έζησε αυτήν την εμπειρία όταν ήταν άρρωστος. Στην ηλικία των 46 ετών υποφέροντας από λιθίαση, αυτήν την αρρώστια που φοβόταν περισσότερο από καθετί, αισθάνθηκε ότι αυτή η εσωτερική δύναμη τον ωθούσε στο να φροντίσει τον εαυτό του και να στραφεί προς το μέλλον «pour le service de la continuation de son ouvrage ». Γράφει στο δεύτερο βιβλίο του : «Η ευημερία μας δεν είναι παρά η στέρηση να είμαστε άσχημα… Το να μην έχεις κανένα κακό, είναι το μεγαλύτερο καλό που ο άνθρωπος μπορεί να ελπίζει». Η σύνεση μεταφέρεται στο εσωτερικό μιας ζωτικής δύναμης εντός της οποίας ο φόβος και η ελπίδα συντελούν στη διατήρηση του ατόμου και η έλλειψη επιθυμιών παρουσιάζει μια θλιβερή ζωή.  Ο φόβος, η επιθυμία και η ελπίδα είναι η κινητήρια δύναμη του ανθρώπου, η οποία επιμηκύνει την παγκόσμια βιολογική κίνηση μέσα στην οποία η φύση εξασφαλίζει τη διάρκεια των έργων της. Αυτή η κίνηση και αυτή η πράξη αποτελούν το άνοιγμα προς το μέλλον (louverture au futur). Άρα τα τρία αυτά πάθη δεν θεωρούνται ως εμπόδιο της προσωπικής γαλήνης, αλλά ως οι παράγοντες της ζωτικής κίνησης που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο μέσα στη φύση.
Η ανθρώπινη λογική δεν κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο γιατί του στερεί την ικανότητα να κρίνει. Έτσι δημιουργούνται η αστάθεια, η αναποφασιστικότητα, η αβεβαιότητα, ο πόνος, η δεισιδαιμονία, η ανησυχία όσων μέλλουν να συμβούν, ο φθόνος, οι αχαλίνωτες ορέξεις, ο πόλεμος, το ψέμα, η απιστία, η διαβολή και η περιέργεια. Όλα αυτά τα πάθη τα «αγόρασε» ο άνθρωπος, γράφει ο Μ. κατά περίεργο τρόπο και καυχιέται γι’ αυτήν χωρίς να κατανοεί ότι αυτή «η αβίαστη κίνηση της σκέψης» ήταν προτιμότερο να μην είχε δοθεί στον άνθρωπο, αφού είναι κακό για τους πολλούς και σωτηρία για τους λίγους.
Η κρίση μαζί με την φαντασία εργάζονται προκειμένου να δημιουργηθεί μια άριστη οργάνωση των παθών που αποσκοπεί στην ατομική ευδαιμονία. Από αυτή την άποψη η δύναμη της συνήθειας και η γνώση του σώματός μας και της ψυχής μας συντελούν στην ορθή χρήση των παθών και στην εσωτερική ισορροπία που είναι απαραίτητη για την «απόλυτη τελειότητα» του ανθρώπου. Η εκτίμηση αυτή των ζωτικών δυνατοτήτων των παθών απομακρύνει τον Μ. από την απάθεια και την αταραξία που συνθέτουν τη θεραπεία των παθών μέσα από την θεώρηση του θανάτου. Όχι μόνο ο θάνατος δεν αποδέχεται το νόημα της ζωής, αλλά η meditatio mortis, στωική ή χριστιανική, είναι τελείως διαφορετική με το πλαίσιο των Δοκιμίων. Η ζωή δεν μπορεί να γίνει πιο αγαπητή χωρίς τον φόβο της απώλειας : αντίθετα, ο φόβος του θανάτου τρέφει την αγάπη μας γι’ αυτήν. Ο Μ. απομακρύνεται από ό,τι προσανατόλισε τη δυτική σκέψη από τον Φαίδωνα του Πλάτωνα και μετά και έθεσε στο κέντρο του φιλοσοφικού στοχασμού τη μελέτη του θανάτου και τον ασκητικό διαχωρισμό ψυχής και σώματος. Με βάση την παράδοση αυτή, γίνεται αντιληπτή η έννοια της ηθικής όπως εκφράσθηκε από τον Μ. κυρίως στα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ : ο φιλοσοφικός στοχασμός σαν  διαλογισμός ή μελέτη της ζωής και η σοφία σαν πρακτική εναρμόνισης της ενότητας του σώματος και της ψυχής. Η γνώση του θανάτου έγινε τελικά για τον Μ. ένα «άρθρο», «από τα πιο απλά», του «γενικού και κύριου κεφαλαίου της γνώσης του ζην του savoir vivre »[8]
Η φιλοσοφία των παθών του Μ. υιοθετεί μια διάκριση που παραμένει σταθερή σε όλο το έργο του και που θα γίνει κλασσική από τον 17ο αι και μετά, μεταξύ των απλών παθών που συνδέονται με τη διαμόρφωση και την κατάσταση των οργάνων του σώματος και των σύνθετων παθών που συνδέονται με τη δυναμική της ψυχής. Από αυτή την άποψη ο ευγενής της Γασκώνης δανείζεται μερικά κλασσικά ουσιαστικά όπως αισθησιασμός / πόνος, επιθυμία / φόβος, αγάπη / μίσος, υπερηφάνεια / ταπείνωση, χαρά / λύπη στα οποία μπορούμε να προσθέσουμε κοσμητικά επίθετα για τα πάθη όπως μετριοπαθή / υπερβολικά, φυσικά / διεστραμμένα, θερμά / χλιαρά, αληθινά / πλαστά. Αυτή η ηθική φιλοσοφία και κυρίως η ανάλυση των παθών πρέπει πάντα να αναφέρεται στις πολλές εκφάνσεις της καθημερινής ζωής, γιατί τα πάθη μας ορίζουν την προσωπικότητά μας και συντελούν τόσο στην προσωπική μας ευδαιμονία όσο και στην κοινωνική.
Ήδη από το 1990, η ιστορία της σύγχρονης σκέψης ασχολήθηκε με την «επιστήμη του ανθρώπου» του Montaigne και με το πόσο επηρέασε τα φιλοσοφικά ρεύματα του 17ου και 18ου αιώνα. Ειδικοί όπως οι Emmanuel Faye και Thierry Gontier απέδειξαν τη συνέχεια της γαλλικής φιλοσοφικής σκέψης από την Αναγέννηση μέχρι την κλασσική εποχή κυρίως γύρω από το πρόβλημα της γνώσης που ο άνθρωπος μπορεί να έχει για τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτή η συνέχεια   σχολιάσθηκε με το πέρασμα του χρόνου θετικά ή αρνητικά από σημαντικούς ανθρώπους του πνεύματος. Αναφέρω επιλεκτικά :  Στην αυστηρή κριτική του Pascal τον 17ο αι : «το ηλίθιο σχέδιο που έχει ο Μ. να σκιαγραφείται» απάντησε ο Voltaire τον 18ο  : «το θαυμάσιο σχέδιο που είχε ο Μ. Θαυμάσιο γιατί ζωγράφισε την ανθρώπινη φύση» και ο Diderot : «Ο Μ. είναι πλούσιος σε εκφράσεις, μεγάλος ζωγράφος και φιλόσοφος», ο Sainte Beuve τον 19ο τον θεωρεί κλασσικό συγγραφέα και ο Orson Wells τον 20ο : «ο τελειότερος συγγραφέας που δημιούργησε ο κόσμος».
  Οι μελετητές απέδειξαν ότι ο Montaigne συνετέλεσε στο να επικεντρώσει την ηθική φιλοσοφία στον άνθρωπο μέσω της φρόνησης και της σοφίας που ο άνθρωπος αποκτά από τις φυσικές ικανότητές του. Ο σκεπτικισμός του συνετέλεσε, σύμφωνα με τις έρευνες των Fréderic Brahami και της Sylvia Giocanti, στη γέννηση της σύγχρονης μελέτης του ανθρώπου. Από την παραδοσιακή, δηλαδή, λειτουργία της οργάνωσης και του ελέγχου της ανθρώπινης συμπεριφοράς καταλήγουμε στον ρόλο που παίζουν η φαντασία και τα πάθη για τη σύσταση της ανθρώπινης φύσης.
 Η θεωρητική βάση της θεωρίας του Montaigne είναι : « ο άνθρωπος είναι μια αδιαίρετη ενότητα του σώματος και της ψυχής. Δεν υπάρχει τίποτε στον άνθρωπο που να είναι καθαρά «σωματικό» ή «πνευματικό»[9]. Οι σωματικές κινήσεις γίνονται αντιληπτές από την ψυχή και οι ψυχικές παραστάσεις συνοδεύονται από φυσιολογικές μεταβολές. Άρα το πάθος είναι για τον Montaigne αυτό το μικτό φαινόμενο που τοποθετείται στις εναλλαγές μεταξύ σώματος και ψυχής. Δεν υπάρχει τίποτε στον άνθρωπο που να είναι καθαρά «σωματικό» ή «πνευματικό». Οι σωματικές κινήσεις γίνονται αντιληπτές από την ψυχή και οι ψυχικές παραστάσεις συνοδεύονται από φυσιολογικές μεταβολές. Το  πάθος είναι αυτό το μικτό φαινόμενο που τοποθετείται στις εναλλαγές μεταξύ σώματος και ψυχής «τα δύο μέρη, όπως λέει ο Montaigne, συνδέονται και σχηματίζουν μιαν ουσιώδη ένωση που δημιουργεί «τον ζωντανό άνθρωπο»[10]. Τα πάθη δεν μειώνονται ούτε στο σώμα (organisme), ούτε στην ψυχή (cognitivisme), αλλά είναι αποτέλεσμα της ανεξάρτητης ή συναφούς πράξης αυτών των μηχανισμών που δρουν μέσα στον άνθρωπο. Ο Montaigne μιλά αφενός για «σωματικά πάθη»[11] (φυσιολογική προσέγγιση), τα οποία βρίσκονται στη διάθεση του σώματος και των αισθήσεων και αφετέρου για «τα πάθη της ψυχής»[12] (ψυχολογική προσέγγιση), τα οποία γεννούνται μέσα στην ψυχή ή στο πνεύμα με τη φαντασία, την κρίση, την ανάμνηση. Μιλά για την ανθρώπινη εμπειρία, τις βασικές δυναμικές, και για την «ποικιλία των παθών μας» χωρίς να περιορίζεται σε μία και μόνη αρχή. Ερμηνεύοντας το δελφικό και σωκρατικό «γνώθι σαυτόν» ο Μ. συλλαμβάνει μιαν εμπειρική ψυχολογία όπου η ψυχή γίνεται κατανοητή από τις άμεσες ψυχικές καταστάσεις όπως σκέψεις, αισθήσεις, πάθη, ενώ το γνώθι σαυτόν έχει μιαν ανθρωπολογική εποικοδομητική λειτουργία.
                        Όμως πίσω από τα πάθη της ανθρώπινης ζωής διαγράφεται ένας ηθικός ορίζοντας, ο οποίος είναι αντίθετος με το tranquillitas animi - ευθυμία ως κυρίαρχο στοιχείο του ανθρώπου. Η διαρκής επιθυμία θεωρείται από τον Μ. ως η κινητήριος δύναμη δημιουργίας της ανθρώπινης αναζήτησης που συναντάται αργότερα στους Hobbes και Locke. Ως βάση αυτής της διαρκούς ανησυχίας το ιδανικό της φρόνησης είναι δυνατό, σύμφωνα με τον Μ. Τι είναι η φρόνηση ; Μια μετριοπάθεια, την οποία ο Μ. θεωρεί ως κληρονομιά του Αριστοτέλη και του Πλούταρχου και την οποία κρίνει στη δική του ηθική. Η σωστή χρήση των παθών δεν γίνεται με τη λογική, αλλά αντίθετα με την ενδοσκόπηση/τον αυτοέλεγχο, τη συνεχή διόρθωση των κρίσεων και κυρίως με τα ίδια τα πάθη, τα οποία συγκρίνει εξισορροπώντας και μετριάζοντας τις δυνάμεις εκείνες στις οποίες υπόκειται ο άνθρωπος. Ο Μ. θεωρεί ότι μόνο ένα πάθος μπορεί να αντιταχθεί σε ένα άλλο. Αυτή η σκέψη αποτελεί το κέντρο της ηθικής των Descartes και Bakon, αλλά και των Spinoza και Hume. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η μετριοπάθεια είναι για το ανθρώπινο ον και ορίζεται ως η ικανότητα του να ξέρεις να χαίρεσαι την ύπαρξή σου «de scavoyr jouyr loiallement de son estre»[13]. Αυτή η «ικανοποίηση» συνοδεύει την ορθή σκέψη και τη σωστή κίνηση, αυτήν που ο Μ. ονομάζει γενναιόδωρη υπερηφάνεια «fierté généreuse »  της ηθικής φιλοσοφίας του. Μας μαθαίνει ότι τα πάθη είναι ταυτόχρονα η αδυναμία και η δύναμή μας και ότι χωρίς αυτά θα είμαστε άπραγοι, ακίνητοι, χωρίς ζωή, «όπως ένα πλοίο στη μέση της θάλασσας, χωρίς τον άνεμο σε βοήθειά του».
Το καθετί στη ζωή, ακόμη και το πιο ταπεινό έχει ενδιαφέρον και ευχαρίστησή του είναι να παρουσιάζει τον άνθρωπο γυμνό εξετάζοντας ό,τι μένει κρυφό. Δέχεται ότι όλα έχουν όρια και ότι υπάρχει πάντα το μέτρο. Η μετριοπάθεια τον προφυλάσσει από τα πάθη που ταπεινώνουν τον άνθρωπο ή από τα άλλα που απομονώνουν το σώμα και το πνεύμα μακρυά από την φύση. Γράφει σχετικά : «αντί να προσπαθούν να μεταμορφωθούν σε αγγέλους, μεταμορφώνονται σε ζώα, αντί να υψωθούν, μένουν στη γη». Ο Μ. μας προσκαλεί  να κρατήσουμε το μέτρο ανάμεσα στη φύση του ανθρώπου και στη συνείδηση : «Η καλύτερη ζωή είναι αυτή που ακολουθεί την τάξη χωρίς υπερβολές», «κάθε άνθρωπος φέρει μέσα του την ανθρώπινη κατάσταση». Δηλαδή, αρκεί να δεχθούμε τα δώρα της φύσης και την ατομικότητά μας. Ξεφυλλίζει την ανθρώπινη ψυχή και παρατηρεί και την παραμικρή λεπτομέρεια. Τη στιγμή που ο Pascal μιλά για τον τρόπο με τον οποίο ο Μ. παρουσιάζει τον άνθρωπο μακρυά από την χριστιανική ηθική, ο Μ. δέχεται τα όρια της ύπαρξής μας, δέχεται την ανθρώπινη φύση όπως είναι με τα πάθη και τις αδυναμίες της και τα Δοκίμια αποδεικνύουν ότι υπερασπίζεται την ποιότητα της ζωής και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. 







[1] Βιβλ. ΙΙ, έκδοση του 1580
[2] Βιβλ. ΙΙ, έκδοση του 1580
[3] Ibid., 1580, Pascal : « Le Cœur a des raisons que la raison n’en connaît pas »
[4] Ibid, 1580
[5] Ibid., 1580
[6] Βιβλ. Ι, έκδοση του 1580
[7] Βιβλ. Ι, έκδοση του 1580
[8] « Article », « et des plus legiers », du « general et principal chapitre de sçavoir vivre » III, C
[9] Βιβλ. ΙΙΙ, Β, έκδοση του 1588
[10] Βιβλ. ΙΙ, έκδοση του 1580
[11] Βιβλ. ΙΙ, έκδοση του 1580
[12] Ibid.
[13] Βιβλ. ΙΙΙ, έκδοση του 1588

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.