Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Πράξις και Φρόνησις στον Paul Ricoeur




Constança Mercontes Cesar
Université Fédérale de Sergipe
Περίληψη: Προτιθέμεθα να εξετάσουμε πώς ο Ricoeur, στο πλαίσιο της ηθικής ανθρωπολογίας, οικειοποιείται τις έννοιες της πράξης (praxis) και της φρόνησης (phronésis), αναδεικνύοντας τη στενή σχέση που συγκροτείται μεταξύ αυτών των εννοιών στην αρχαία παράδοση. Θα δούμε επίσης πώς ο γάλλος συγγραφέας συνδιαλέγεται με τον σύγχρονο στοχασμό και με την φιλοσοφική παράδοση, προκειμένου να διατυπώσει τη δική του φιλοσοφία της πράξης και του ικανού ανθρώπου.
Λέξεις κλειδιά: Ricoeur, Aristote, πράξις, φρόνησις
Εισαγωγή
Στο έργο του Ricoeur, οι όροι πράξις (praxis) και φρόνησις (phronésis), που προέρχονται από την ελληνική παράδοση, κυρίως από το έργο του Αριστοτέλη, είναι στενά συνδεδεμένες. Στον στοχασμό του, ουσιαστικά ηθικό, για το πρόβλημα της πράξης, οι ιδέες της πρακτικής σοφίας και της σύνεσης εμφανίζονται σε πρώτο πλάνο.
Μια σύντομη αναζήτηση στα λεξικά για τους ελληνικούς όρους δείχνει ότι η έννοια της πράξης -ενέργεια, δράση -είναι συνδεδεμένη με τις ιδέες της άσκησης, της πραγμάτωσης, με τον τρόπο της διαχείρισης μαις υπόθεσης, με τον τρόπο του είναι, της συμπεριφοράς, του πεπρωμένου. Για τον Αριστοτέλη, η πράξις αναπαριστά μία ελεύθερη προαίρεση, που ενέχει ηθικές συνιστώσες. Εξελίσσεται στο πεδίο των πρακτικών επιστημών, της ηθικής και της πολιτικής· το αντικείμενό της είναι το αγαθό, που η δράση αναζητά να εκφράσει.
Από την άλλη πλευρά, η φρόνησις είναι η πρακτική σοφία, η σύνεση, η διανοητική αρετή που επιτρέπει την εναργή αντίληψη των ηθικών αξιών και την πραγματοποίηση της ηθικής υπεροχής. Είναι η ορθολογική διάνοια, η οποία επιτρέπει την πραγματοποίηση των ορθών επιλογών, την λήψη των ορθών αποφάσεων. Είναι συνδεδεμένη με την συνειδητοποιημένη ψυχή, αλλά επίσης με την παρουσία του πνεύματος, με μία σοφία που ενώνει λογική και συναίσθημα, μία σοφία της καρδιάς, που θεωρείται, στην ελληνική παράδοση, ως  έδρα της ψυχής και οδηγός για την ζωή.

1. Η απαρχή: Από το κείμενο στην δράση
Ορμώμενος από αυτή την παράδοση, στο βιβλίο του Du texte à l'action (Από το κείμενο στην πράξη), δημοσιευμένο το 1986, ο Ricoeur περιγράφει την ανθρώπινη πράξη σαν μια "δύναμη τέλεσης", σαν "την παρέμβαση ενός δρώντος υποκειμένου στη ροή των πραγμάτων", συγκροτώντας αναλογίες ανάμεσα στην σημαίνουσα διάρθρωση του ανθρώπινου πράττειν και της αντιληπτικής (ή νοητικής) δομής του γεγονότος, μέσω των κειμένων.
Η πρώτη διατύπωση μιας θεωρίας της πράξης από τον Ricoeur, είναι συνδεδεμένη με μία επιστημολογική προβληματική της διαλεκτικής μεταξύ της ερμηνείας και της κατανόησης. Εγκαθιδρύει μία καινοφανή ερμηνευτική πρόταση: το ανθρώπινο πράττειν μπορεί να αναγνωσθεί ως ένα κείμενο, δηλαδή "από το ένα μέρος η έννοια του κειμένου είναι ένα καλό παράδειγμα (paradigme) για την ανθρώπινη πράξη, από το άλλο μέρος, η πράξη είναι ένα καλό σημαινόμενο (référent) για μια ολόκληρη κατηγορία κειμένων". Για να στηρίξει αυτή την παραδοχή, ο στοχαστής ξαναπαίρνει την έννοια του μύθου (mythos), που παρουσιάζεται από τον Αριστοτέλη στην Ποιητική, ερμηνεύοντάς την σαν δημιουργική μίμηση της πράξης. Η λογική πράξη μπορεί να αντικειμενοποιηθεί με τρόπο ανάλογο με τον γλωσσικό καθορισμό του διασκεπτικού λόγου στα κείμενα. Έτσι καθίσταται δυνατό να πραγματοποιηθεί αυτή η αντικειμενοποίηση χάρη στα χαρακτηριστικά της πράξης, ανάλογα με την "δομή του γλωσσικού ενεργήματος και τα οποία μετασχηματίζουν το πράττειν σε ένα είδος εκφοράς", διαχωρίζοντας "την σημασία της πράξης" από "το γεγονός της πράξης". Ο Ricoeur επισημαίνει ότι ο Anthony Kenny, στο έργο του με τίτλο Action, Emotion et Volonté (Πράξη, Συναίσθημα και Θέληση), έχει εκθέσει την ομοιότητα ανάμεσα στην πράξη και στο λεκτικό ενέργημα, στο μέτρο που το τελευταίο διαθέτει ένα περιεχόμενο συμμετρικό, το οποίο είναι δυνατό να ταυτοποιηθεί, εφόσον τα ρήματα που εκφράζουν πράξη, συνιστούν μία ειδική κατηγορία κατηγορικών προσδιορισμών. Οι προτάσεις που εφράζουν πράξη, έχουν μία μία πολυπλοκότητα ποικίλης κατηγορικής δομής, η οποία τυποποιεί την συμμετρική δομή της πράξης.
O Austin και ο Searle έχουν επισημάνει επίσης την αναλογία μεταξύ του κειμένου και της πράξης, δείχνοντας (ο Austin) ότι "οι διαφορετικές κατηγορίες των επιτελεστικών πράξεων των περιγραφόμενων διασκεπτικών λόγων [στο Quand dire, c'est faire (Όταν το λέγειν είναι πράττειν)], μπορούν να χρησιμεύσουν ως παραδείγματα (...) για τις πράξεις που πληρούν τα αντίστοιχα ενεργήματα της γλώσσας". Από την πλευρά του, ο Searle έχει αναδείξει, στο Actes de langage (Ενεργήματα της γλώσσας), την δυνατότητα να εγκαθιδρυθεί μία "τυπολογία της πράξης, σύμφωνη με το μοντέλο των ενδολεκτικών ενεργημάτων, καθώς επίσης και μία τυπολογία και μία κριτηριολογία των συστατικών κανόνων της γλώσσας και της πράξης".
Στο ίδιο έργο, Du texte à l'action (Από το κείμενο στην πράξη), ο Ricoeur εξετάζει δύο ηθικές έννοιες, συνδεδεμένες με την θεωρία της πράξης: αυτή της "αιτίας του πράττειν" και αυτή του "πρακτικού συλλογισμού". Η πρώτη έννοια δείχνει ότι η πράξη είναι δυνατόν να καταστεί αντικείμενο επικοινωνίας, κατανοήσεως καθώς επίσης και ότι τέσσερεις ποιότητες χαρακτηρίζουν την έννοια της αιτίας του πράττειν. Η πρώτη ποιότητα είναι η αιτιολόγηση μέσω κινήτρων, παρούσα μέσα στην επιθυμία, "στοιχειώδης όρος μιας δυνατότητας κατανόησης της λογικής πράξης". Η δεύτερη ποιότητα διευκρινίζει ότι η πράξη μπορεί να καταστεί εξηγήσιμη, δηλαδή ερμηνεύσιμη, εφόσον συνιστά παράδειγμα ενός συγκεκριμένου συνόλου. Η τρίτη ποιότητα προσδιορίζει ότι η πράξη θα πρέπει να μπορεί να εξηγηθεί από την τελεολογία της, από αυτό δηλαδή στο οποίο αποσκοπεί εκ προθέσεως, έτσι όπως το έχει επισημάνει ο Taylor. Τέλος, η τέταρτη ποιότητα καθορίζει ειδικότερα ότι η πράξη προϋποθέτει μία λογική προαίρεση, υπαγορευόμενη από τον διαβουλευτικό λόγο, την προαίρεση, στην οποία ο Αριστοτέλης αναφερόταν ήδη στα Ηθικά Νικομάχεια.
Από αυτή την άποψη, ο πρακτικός συλλογισμός αναδεικνύεται, διαβεβαιώνει ο Ricoeur, ως διάδοχος της αριστοτελικής παράδοσης.
Μία άλλη σημαντική έννοια είναι αυτή του "κανόνα της πράξης": μόνο η ανθρώπινη πράξη είναι μία δράση που διέπεται από κανόνες, όχι μόνον στο επίπεδο της ατομικής ζωής, αλλά επίσης σε εκείνο της κωδικοποίησης της πράξης στο πεδίο της κοινωνικής και της πολιτιστικής ζωής. Είναι o Geertz τoν οποίο ο φιλόσοφός μας επικαλείται, όταν αναφέρεται σε μοντέλα σημασιολογίας, σε σύμβολα που επιτρέπουν την ερμηνεία των συμπεριφορών. Οι συμβολικοί κώδικες επιτρέπουν να διαβάσουμε και να εκτιμήσουμε τις πράξεις στον ορίζοντα ενός κοινωνικού πλαισίου.
Επικαλούμενος εκ νέου τον Αριστοτέλη, ο Ricoeur υπενθυμίζει ότι η αρετή που είναι παρούσα στις συμπεριφορές του δίκαιου ανθρώπου, έχει ως θεμέλιο τον πρακτικό συλλογισμό, έκφραση της φρόνησης στο επίπεδο της γλώσσας. Λογική, αληθής υπολογισμός και ορθή επιθυμία: όλο αυτό συνιστά τον πρακτικό λόγο. Και, προσχεδιάζοντας ήδη αυτό που θα συγκροτήσει τον άξονα της "μικρής ηθικής", την οποία επεξεργάστηκε στις σελίδες του έργου του Soi-même comme un autre (Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος), γυρίζει στον Kant, δείχνοντας ότι η κανονιστική αρχή -κανόνας του πράττειν- είναι ένα μοντέλο του πράττειν, ένας προσανατολισμός που εγγυάται την σημασία αυτού <του πράττειν.
Ο τομέας του πράττειν είναι ο κόσμος των ευμετάβλητων πραγμάτων· η αλήθεια του είναι αυτή της τάξεως του "αληθοφανούς, με την έννοια του πιθανού και του ενδεχόμενου".
Στο έργο του Soi-même comme un autre (Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος), ο Ricoeur αποφαίνεται ότι το σύνολο των κειμένων αυτού του πονήματος ενέχουν μια οντολογία του υποκειμένου και έχουν σαν θεματική ενότητα το ανθρώπινο πράττειν και ότι η έννοια της πράξης λαμβάνει, στη σειρά των αναλύσεων, μια έκταση και μια συγκεκριμενοποίηση που βαίνουν αυξανόμενες. Ο συγγραφέας, σε αυτό το έργο, επεξεργάζεται το πράττειν σαν έναν τρόπο του είναι θεμελιακό, ο οποίος έχει μία πληθώρα σηασιών: αυτο-δήλωση ενός ομιλούντος υποκειμένου, δύναμη τέλεσης, ηθικό καταλογισμό της πράξης στο υποκείμενο.
Ξαναπιάνοντας τις συμβολές του Austin και αυτές της θεωρίας του ομιλιακού ενεργήματος του Searle, ο φιλόσοφός μας αποφαίνεται ότι "Το ομιλείν, είναι πράττειν, είναι λοιπόν με όρους ενεργήματος που πρεπει να μιλάμε για ομιλείν. Εδώ έγκειται η μεγάλη διατομή με την θεωρία της πράξης" [του Ricoeur]:  η γλώσσα εγγράφεται σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με την πράξη". Στη μελέτη τού ποιός πράττει, αναδύεται η ερώτηση κλειδί του "αινίγματος της σχέσης μεταξύ της πράξης και του δρώντος υποκειμένου της πράξης". Για τον Ricoeur, αυτό το αίνιγμα απαιτεί μία διάκριση ανάμεσα στο ανθρώπινο πράττειν - που προκαλεί την έλευση (του συμβάντος) - και στο συμβάν - που απλώς επισυμβαίνει. Ο στοχαστής προσεγγίζει επίσης την αντίθεση μεταξύ κινήτρου και αιτίας της πράξης και της έννοιας της πρόθεσης, η οποία προσφέρει τις αιτίες του πράττειν. Οι συγγραφείς στους οποίους βασίζεται για να πραγματοποιήσει αυτές τις συζητήσεις είναι, από την πλευρά της αγγλόφωνης φιλοσοφίας: Danto, Hampshire, Anscombe, Davidson. Ο άξονας της μελέτης είναι η εννοιολογική ανάλυση της πράξης και η μελέτη αυτού που χαρακτηρίζει τις λεγόμενες προθεσιακές πράξεις. O Ricoeur αναζητά να αποδείξει ότι το θεμέλιο αυτών των τελευταίων είναι η αιτία της πράξης, γνώση πρακτική, η οποία προσεγγίζει τη σχέση μεταξύ της πράξης και του δρώντος υποκειμένου. Η πρόθεση λειτουργεί σαν ένα κίνητρο προσανατολισμένο εκ των προτέρων προς το μέλλον, μία ενόρμηση στραμμένη προς το μέλλον.
Ορμώμενος από την οντολογία του συμβάντος που προτάθηκε από τον Davidson, ο Ricoeur, για να κατευθύνει την ανάλυσή του, παίρνει το δρόμο που συνδέει κίνητρο και πράξη. Η πράξη διακρίνεται από τα άλλα συμβάντα, με βάση το κίνητρο· τα άλλα συμβάντα απλώς επισυμβαίνουν· η πράξη προκαλεί την έλευση του συμβάντος. Ο φιλόσοφός μας δηλώνει ότι: "Το να περιγράψει κανείς μια πράξη σαν να είχε ήδη γίνει προθεσιακά, σημαίνει να την εξηγήσει μέσω της αιτίας για την οποία το δρων υποκείμενο έπρεπε να είχε να κάνει αυτό που έκανε", Ο συγγραφέας μας προτείνει εξηγήσεις τελεολογικές, λέγοντας ότι, όταν ένα συμβάν έρχεται, επειδή είχε στοχευθεί από κάποιον σαν ένα τέλος, "ότι αυτό το συμβάν ήταν προσήκον προς αυτό το τέλος", όπως ακριβώς το δηλώνει επίσης ο Taylor, στον οποίον παραπέμπει ο Ricoeur.
Και ακόμη περισσότερο: η φαινομενολογία της πράξης δείχνει ότι η τελεολογική εξήγηση της πράξης, που αρμόζει προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος, θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί από την εξήγηση, που προσθέτει στην πρώτη την έννοια του προσανατολισμού "ενσυνείδητου, από ένα δρων υποκείμενο ικανό να αναγνωρίσει τον εαυτό του σαν υποκείμενο από τις πράξεις του".
Παρουσιάζοντας αυτές τις θέσεις, ο γάλλος στοχαστής υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι προθεσιακές πράξεις διέπονται από νόμους, και δείχνει ότι αυτοί οι νόμοι δεν είναι μηχανικοί, αλλά προϋποθέτουν επιλογές και προσανατολισμό από την πλευρά του υποκειμένου. Η σχέση ανάμεσα σε πράξη και δρων υποκείμενο δεν μπορεί ποτέ να αγνοηθεί, ακόμη και αν δεν είναι θεματοποιημένη, λέει ο Ricoeur.
Ασκώντας κριτική στον Davidson, του οποίου η "οντολογία των συμβάντων, θεμελιωμένη σε ένα είδος λογικής ανάλυσης των προτάσεων που εκφράζουν πράξεις (...) δεν είναι καταδικασμένη να αποκρύψει την προβληματική του δρώντος υποκειμένου ως κατόχου της πράξεώς του;", ο Ricoeur συνδέει την προβληματική της πράξης με εκείνη "του καταλογισμού της πράξης στο υποκείμενό της". Είναι υπό το πρίσμα του στοχασμού πάνω στο δρων υποκείμενο, θέμα που συμπεριλαμβάνει την εαυτότητα και το ταυτόν, που ο φιλόσοφός μας εξετάζει "την έννοια της προσγραφής της πράξης στο δρων υποκείμενο", και τη σχέση της με την πιστοποίηση. Αυτός ο στοχασμός θα επικρατήσει στην τέταρτη μελέτη του έργου Soi-même comme un autre (Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος).
Επικαλούμενος εκ νέου τον Αριστοτέλη, ο γάλλος στοχαστής δείχνει ότι, στο τρίτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων, για τον Σταγειρίτη, η πράξη εξαρτάται από το δρων υποκείμενο. Ο Ricoeur αναδεικνύει επίσης ότι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η πράξη μπορεί να γίνει από αγαθή ή από κακή θέληση, εκφράζοντας μια προαίρεση, που προηγείται και καθορίζει την διαβούλευση. Το γεγονός ότι η πράξη εξαρτάται από ένα δρων υποκείμενο, θέτει σε πρώτο πλάνο την ηθική διάσταση του καθορισμού του πράττειν. Είναι η επιλογή, η οποία καθιστά τον άνθρωπο αγαθό ή κακό, επεξηγώντας μέσω παραδειγμάτων τον χαρακτήρα του. Ο λόγος γι'αυτό το τελευταίο είναι η απόδοση της πράξης στο υποκείμενο, που αναδείχθηκε από τον έλληνα φιλόσοφο, όταν αυτός αποφαίνεται ότι ο άνθρωπος είναι πατέρας των πράξεών του, κύριος των πράξεών του, υπεύθυνος αυτού που κάνει.
Στις σύγχρονες θεωρίες της πράξης, η προσγραφή - σχέση που συνδέει την πράξη με το υποκείμενό της - έχει "μία σημασία διακριτή από την απόδοση". Ο Ricoeur εξετάζει τις θέσεις των Strawson, Hart, Danto, με στόχο να μελετήσει την τρέχουσα σημασία της έννοιας της προσγραφής.
Ο Strawson αποφαίνεται ότι "οι φυσικοί και ψυχικοί χαρακτήρες ανήκουν στο πρόσωπο" που τις διαθέτει, που "τις κατέχει". 'Ετσι, η πράξη ανήκει σε κάποιον· η πρόθεση που την κινεί είναι κάποιου· στη συνέχεια του οποίου ο Ricoeur διευκρινίζει ότι "η προσγραφή συνίσταται (...) στην επανιδιοποίηση από το υποκείμενο της δικής του διαβούλευσης", γιατί αποφασίζω είναι να αναλάβω την ευθύνη μιας επιλογής, σαν να είναι δική μου.
Όμως, σύμφωνα με τον Ricoeur, η έννοια της προσγραφής, έτσι ιδωμένη, προκαλεί την εμφάνιση τριών αποριών. Η πρώτη αναδύεται από τις θέσεις του Strawson, ο οποίος αποφαίνεται ότι οι πρακτικές κατηγορήσεις, όπως επίσης και οι ψυχικές, έχουν σαν χαρακτηριστικό το να μπορούν να αποδοθούν, με ανάλογο τρόπο, στον ίδιο τον εαυτό και στους άλλους. Για τον Ricoeur, "O διχασμός της προσγραφής μεταξύ του ίδιου του εαυτού και ενός άλλου υποβάλλει" ότι η απόδοση της προσγραφής σε κάποιον θα μπορούσε να διατηρηθεί σε εκκρεμότητα, η σημασία του εννοούμενη "έξω από κάθε εκφρασμένη απόδοση". Πώς αυτό είναι δυνατόν; Είναι μία απορητική ερώτηση, απαντά ο Ricoeur. Προκειμένου η προσγραφή, με αυτή την έννοια, να καταστεί δυνατή, πρέπει, λέει ο φιλόσοφός μας, "ένα δρων υποκείμενο να μπορεί να δηλωθεί αυτό το ίδιο, με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ένας πραγματικός άλλος, στον οποίο η ίδια απόδοση έχει γίνει με τον πλέον κατάλληλο τρόπο". Γι'αυτό, είναι απαραίτητο να εγκαταλειφθεί η σημαντική της πράξης και να αναληφθεί η προοπτική του πραγματισμού, "η οποία λαμβάνει υπόψη τις προτάσεις των οποίων η σημασία ποικίλλει ανάλογα με τη θέση του ομιλούντος υποκειμένου (...)".
Είναι αυτό το χωρίο που ανακινεί την ανάδυση των άλλων αποριών της προσγραφής, σύμφωνα με τον συγγραφέα μας. Η δεύτερη απορία αναφέρεται στο καθεστώς της διάκρισης προσγραφή/περιγραφή/επίταξη. Ο Hart προτείνει την ταύτιση του καταλογισμού (το δρων υποκείμενο είναι υπεύθυνο για τις πράξεις του) με την προσγραφή. Από εδώ ανακύπτει μια πλήρης ρήξη μεταξύ των εννοιών της προσγραφής και της περιγραφής. Ο Hart εξομοιώνει την προσγραφή με τον καταλογισμό ηθικό ή δικαστικό, προσδίδοντας στον καταλογισμό "τον ισχυρό τύπο μιας λογικής δομής της οποίας η προσγραφή θα ήταν ο αδύνατος τύπος". Ο Ricoeur, μολονότι αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της θέσης του Hart, επισημαίνει τις δυσκολίες της προσέγγισης μεταξύ    καταλογισμού και προσγραφής, για διαφορετικούς λόγους. Ο πρώτος είναι η πολυπλοκότητα των πράξεων στην οποία αναφέρεται ο καταλογισμός, αντιτιθέμενος προς τις απλές πράξεις που η γραμματική και η λογική των προτάσεων που εκφράζουν πράξεις, περιγράφουν· ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι εκφερόμενες αποφάνσεις, δικαστικές ή ηθικές, αναφέρονται σε πράξεις αξιόμεμπτες και πιθανές· όμως, η προσγραφή φαίνεται να προηγείται κάθε εκφερόμενης απόφανσης για αιτίαση, έτσι όπως, λέει ο Ricoeur, ο Αριστοτέλης το έδειξε πολύ καλά στα Ηθικά Νικομάχεια, όταν ο Σταγειρίτης κάνει να προηγείται "η θεωρία του για τις αρετές από μια ανάλυση ενός ενεργήματος θεμελιώδους, την προαίρεση, μέσα στην οποία εκφράζεται μια ικανότητα του πράττειν πιο πρωτογενής από τον αξιόμεμπτο ή αξιέπαινο χαρακτήρα (...) της παραγόμενης πράξης. Προσαρτώντας το πρόβλημα της πράξης σε μια ικανότητα του ανθρώπου, την ικανότητα του πράττειν, ο Ricoeur επισημαίνει, στα Ηθικά Νικομάχεια, την ηθική διάσταση της αναφοράς στον ομιλητή, νοούμενο ως έναν εαυτό, και στον συνομιλητή, νοούμενο ως έναν άλλο, διαφορετικό από τον εαυτό.
Η τρίτη απορία συνδεδεμένη στην εξομοίωση ανάμεσα στον καταλογισμό και στην προσγραφή, αφορά την κατανόηση με την έννοια της ικανότητας τυυ πράττειν. Ο Ricoeur αναδεικνύει ότι "το να λέμε ότι μία πράξη εξαρτάται από το υποκείμενό της, είναι το να λέμε με τρόπο ισότιμο ότι αυτή <η πράξη> είναι στην εξουσία του <δρώντος υποκειμένου>".
Ο συγγραφέας μας προτίθεται να σκεφθεί την παρέμβαση του ανθρώπου στον κόσμο, συνενώνοντας τα στοιχεία της πράξης: ποιός την έκανε, γιατί αυτή έγινε, με ποιό μέσο αυτή έγινε. Ο φιλόσοφος αναζητά έτσι να δείξει ότι η πιστοποίηση της δύναμης τέλεσης ενέχει μία επιστημολογική πλευρά και μία άλλη, ηθικο-οντολογική, η οποία παραπέμπει σε μια αποκωδικοποίηση του εαυτού, μια αποκωδικοποίηση του ανθρώπου. Είναι στον ορίζοντα του στοχασμού για το ταυτόν και την ταυτότητα, που εγγράφεται η κατανόηση του πράττειν σαν έκφραση του εαυτού, της εαυτότητας, της ταυτότητας.
Η ανθρώπινη ύπαρξη εκφράζεται στη δύναμη τέλεσης, αλλά επίσης στο αφηγείσθαι, στο λέγειν, στο καταλογίζειν, στο περιγράφειν, στο προσγράφειν, συγκροτώντας έτσι ένα σύνδεσμο μεταξύ της συγκρότησης του εαυτού και της συγκρότησης της σχέσης. Είναι συζητώντας αυτή τη σχέση που ο γάλλος στοχαστής εμβαθύνει την έννοια της αφηγηματικής ταυτότητας, ήδη προσχεδιασμένης στο έργο Χρόνος και Αφήγηση III. Το αντικείμενο της πράξης είναι η πλήρης πραγματοποίηση του εαυτού, το ευ ζην. Και είναι το μάθημα των Ηθικών Νικομαχείων που επικαλείται ο Ricoeur, προκειμένου να εγγράψει μέσα στην πράξη την αναζήτηση της ευδαίμονος ζωής. Υποστηρίζει επίσης την ύπαρξη μιας συνάφειας μεταξύ της πράξης (praxis) και της ποίησης (poièsis), όταν διαβεβαινώνει ότι η πράξη "πρέπει να είναι ποίηση με απώτερο στόχο να καταστεί πράξη".
Είναι με αυτή την έννοια που ο Abel προτείνει μία ποιητική της πράξης, του ελεύθερου παιχνιδιού των δυνατοτήτων του είναι, την οποία ο Ricoeur συνθέτει σε μία φιλοσοφία του ικανού ανθρώπου, νοούμενη ως φιλοσοφία του πράττειν και του νοείν. Αυτός ο στοχασμός προσλαμβάνει την πράξη σύμφωνα με έναν κανόνα του πράττειν, σύμφωνα με την φρόνηση (phronésis), την πρακτική σοφία. Το πράττειν είναι λοιπόν νοούμενο "σαν ικανότητα του να αρχίζει, να κάνει να συμβεί κάποιο πράγμα", με στόχο την εκ νέου αναπαράσταση των δυνατοτήτων της ύπαρξης, της επανεκκίνησης, κάθε στιγμή, των νέων δυνατοτήτων του είναι μέσα στον κόσμο. Είναι με αυτήν την έννοια επίσης που ο Ricoeur μιλά, αναφερόμενος στην πιστοποίηση, της προσέγγισης ανάμεσα στη φρόνηση και την αίσθηση στο έκτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων: "όταν η βεβαιότητα του να είναι συγγραφέας του δικού του διασκεπτικού λόγου και των δικών του ενεργημάτων γίνεται πεποίθηση του ορθώς κρίνειν και του ορθώς πράττειν, μέσα σε μία προσωρινή προσέγγιση του ευ ζην". Οι ανθρώπινες πράξεις τείνουν προς ένα τέλος και η εργασία της ερμηνείας της πράξης και του εαυτού είναι συνδεδεμένη με την πλήρη εναρμόνιση, πάντοτε προσωρινή, μεταξύ του ιδεώδους μιας ευδαίμονος ζωής και των αποφάσεων και των επιλογών της ατομικής μας ύπαρξης.
Η έννοια της πρακτικής σοφίας είναι κεντρική στη ρικεριανή συζήτηση του προβλήματος του πράττειν. Η πρακτική σοφία ενέχει την πολύπλοκη διαβούλευση. η οποία αφορά την ικανότητα της διάγνωσης αυτού που είναι αγαθό για τον εαυτό και για την απόκτηση της ευδαίμονος ζωής.
2. Ένα κείμενο κλειδί: Στη δόξα της φρόνησης (phronésis)
Ένα κείμενο δημοσιευμένο το 1997, συνενώνοντας τις μελέτες που παρουσιάστηκαν με την ευκαιρία του σεμιναρίου και του συνεδρίου της Ακαδημίας των Βερσαλλιών, προσεγγίζει το έκτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων. Ο Ricoeur συμβάλλει με μία εργασία με τίτλο: "Στη δόξα της φρόνησης".
Σε αυτό το κείμενο, ο φιλόσοφός μας παρουσίαζει πρώτα τη συνήθη μετάφραση της έννοιας της φρόνησης (phronésis) μέσω της ισοδύναμης λατινικής έννοιας της prudentia, prudence, πρακτική σοφία, και επισημαίνει, μεταξύ διαφόρων σύγχρονων επανερμηνειών αυτής της έννοιας, αυτή του Pierre Aubenque, ο οποίος την ερμηνεύει σαν "σοφία των ορίων". Επισημαίνει επίσης τις ερμηνείες των Gadamer, MacIntrye, D. Ross, W. F. R. Hardie, D. Wiggins, Gauthier - Jolif, αναδεικνύοντας την αντίθεση μεταξύ της μετάφρασης υπό το τελεολογικό πρίσμα (μέσο/σκοπός) και το δεοντολογικό (κανόνας/περίπτωση).
Το πρόβλημα της φρόνησης είναι αυτό της ορθής πράξης, αδιαχώριστης από τον σοφό ή συνετό άνθρωπο, ικανό να αναγνωρίσει τον δίκαιο κανόνα, τον ορθό λόγο, ο οποίος προσανατολίζει την προδιάθεση και την επιθυμία, κάνοντάς τες λογικές. Οι όροι της ορθής μεσότητος και του ορθού κανόνα, με βάση έναν στοχευμένο τελικό σκοπό, συνιστούν έννοιες εξίσου συνδεδεμένες με την φρόνηση. Μέσα στον ενδεχομενικό κόσμο, η φρόνηση είναι η καθ'έξιν προδιάθεση του ορθώς πράττειν, σύμφωνα με έναν ορθό λόγο, διακρίνοντας αυτό που είναι αγαθό για τον άνθρωπο. Αυτή χαρακτηρίζεται από την "διαβούλευση, λαμβανομένου υπόψη του ατομικού πλεονεκτήματος και του κοινού πλεονεκτήματος, σκόπευση της ευδαίμονος ζωής, διαβούλευση για το ενδεχομενικό [και, στον Αριστοτέλη, στο έκτο βιβλίο] 'η έμφαση σε' αυτό που είναι αγαθό ή κακό για τον άνθρωπο".
Στα Ηθικά Νικομάχεια, ο Αριστοτέλης διακρίνει τις ηθικές από τις διανοητικές αρετές· ο Ricoeur αναδεικνύει ότι οι αντιθέσεις μέσο-σκοπός, κανόνας-περίπτωση, που χαρακτηρίζουν την έκφράσή τους, ανιχνεύονται στα βιβλία III και VI. Η συμφιλίωση ανάμεσα σε ηθικές και διανοητικές αρετές γίνεται όταν διαπιστώνει ότι η φρόνησις είναι αχώριστη από τον φρόνιμο (phronimos) άνθρωπο· είναι σε αυτόν που εμφανίζεται η ενότητα μεταξύ των δύο τύπων των αρετών, σαν σύνδεσμος ανάμεσα στον ορθό λόγο (orthos logos) και στην επιθυμία, όταν αυτή έχει πειθαρχήσει στον λόγο.
Οι σύγχρονοι νεο-αριστοτελικοί επισημαίνουν, γράφει ο Ricoeur, "το ρίζωμα των διανοητικών αρετών στις αρετές του χαρακτήρα", συνδέοντας τις έννοιες της αλήθειας, της σοφίας, της γνώσης σε μια τέχνη παραγωγής της αλήθειας, μέσα στον ενδεχομενικό κόσμο. Η ενότητα, στη διανοητική κρίση, της διορατικής εκτίμησης και της ορθής διαβούλευσης, είναι παρούσα στην έννοια της φρόνησης και εγείρει, στη σύγχρονη φιλοσοφία, την επανεκτίμηση της έννοιας, μέσω της ανάπτυξης και της σαφήνειας των υπονοουμένων της. 
Η επιστροφή στον Αριστοτέλη, στον σύγχρονο στοχασμό για την πρακτική σοφία έχει, λέει ο Ricoeur, δύο συνδηλώσεις. Μία αρνητική συνδήλωση, η οποία συνίσταται στην απόρριψη, στο αγγλοσαξωνικό και στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, "τόσο του καντιανού φορμαλισμού όσο και του αγγλο-σαξωνικού εμπειρισμού", της οποίας οι εργασίες του MacIntyre θα ήταν ένα τυπικό παράδειγμα. Στο εσωτερικό του ρεύματος που βγήκε από την Κρίση (Krisis) του Husserl, το Είναι και Χρόνος (Sein und Zeit) του Heidegger και του Αλήθεια και Μέθοδος (Warheit und Methode) του Gadamer θα εξέφραζαν μία κριτική της υπαγωγής των ανθρωπιστικών επιστημών στο μοντέλο των φυσικών επιστημών, καθώς επίσης και την πρόταση μιας νέας ηθικής. Η θετική συνδήλωση εμφανίζεται σαν αξιοποίηση της δημιουργικής δραστηριότητας του ανθρώπου και της επιείκιας· εμφανίζεται επίσης, από τη μια πλευρά, στη σπουδαιότητα της επιχειρηματολογίας που εξετάζει την λογική του πιθανού, και, από την άλλη πλευρά, μέσα σε μία ζωντανή κουλτούρα (...)", της οποίας η θεωρία της δικαιοσύνης του Rawls, η ηθική της επικοινωνίας του Apel και του Habermas, οι θέσεις του Taylor στο έργο του Οι πηγές του Εαυτού (The Sources of Self), θα ήσαν τα καλύτερα παραδείγματα.
Συμπέρασμα
Στο στοχασμό του Rcoeur βρίσκονται συγκεντρωμένες οι πιο σημαντικές συμβολές της επιστροφής στον Αριστοτέλη, στην καρδιά της σύγχρονης φιλοσοφίας. Αυτή η συγκέντρωση, σύνθεση που επιτρέπει την υπέρβαση των αποριών και των συγκρούσεων μεταξύ διαφόρων ρευμάτων της φιλοσοφίας, καταλήγει στη διατύπωση μιας ηθικής, που τείνει ευήκοον ους στις σύγχρονες συζητήσεις στο πρόβλημα του πράττειν και της ηθικής του εγκυρότητας, και μεριμνά για την αναζήτηση, μέσα σε έναν πολύπλοκο και ποικίλο κόσμο, νέων κριτηρίων της αλήθειας. Η ολοκληρωμένη διατύπωση αυτής της ηθικής ευρίσκεται στο τελευταίο δημοσιευμένο από τον Ricoeur, έργο, με τίτλο Parcours de reconnaissance, στο οποίο το θέμα επανεμφανίζεται, επεξεργασμένο σε βάθος με έναν πρωτότυπο τρόπο. Σε αυτό το τελευταίο έργο, ο δάσκαλος προσφέρει ένα μοντέλο έρευνας που θα είναι πηγή έμπνευσης για πολύ καιρό ακόμη. Εγκώμιο της ηθικής διάστασης της ύπαρξης θεμελιωμένο στην αναγνώριση του εαυτού και στο σεβασμό και στην αγάπη του άλλου, αυτό το μοντέλο αναλαμβάνει εκ νέου την αναζήτηση, πάντοτε ελλιπή, της δικαιοσύνης και της ειρήνης.

      Απόδοση στα ελληνικά Άννα Μαρκοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.